ἐκλαμϐάνω

ἔκλαμπρος

ἐκλαμπρύνω
ἔκ·λαμπρος, ος, ον, éclatant, Spt. Sap. 17, 5 ; fig. Ath. 158d.
Étym. ἐκ, λαμπρός.