ἐκλεικτικός

ἐκλεικτόν

ἐκλειοτριϐέω-ῶ
ἐκλεικτόν, οῦ (τὸ) électuaire, t. de méd. Hpc. 401, 45 ; Diosc. 2, 125.
Étym. ἐκλείχω.