ἐκλειπτέον

ἐκλειπτικός

ἐκλείπω
ἐκλειπτικός, ή, όν :
1 qui concerne les éclipses, Plut. Rom. 12, Æmil. 17, Dio. 24, M. 145c, 923a, 933e ; subst. ἡ ἐκλειπτική, Plut. M. 932a, 1028d, éclipse ||
2 subst. ὁ ἐκλ. (s. e. κύκλος), Cleom. 90, 3 ; Theol. 16, l’écliptique.
Étym. ἐκλείπω.