ἐκλικμάω-ῶ

ἐκλιμία

ἐκλιμνάζω
ἐκλιμία, ας () [λῑ] faim dévorante, Spt. Deut. 28, 20 ; Aqu. Job 41, 13.
Étym. ἔκλιμος.