ἐκλιπαρέω-ῶ

ἐκλιπής

ἐκλιχμάομαι-ῶμαι
ἐκλιπής, ής, ές []
1 qui manque : τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, Thc. 4, 52 ; DC. 55, 22, il se produisit une éclipse partielle de soleil ||
2 abandonné, Thc. 1, 91.
Étym. ἐκλείπω.