ἐκλοχεύω

ἐκλοχίζω

ἐκλοχμόομαι-οῦμαι
ἐκ·λοχίζω (part. pf. pass. ἐκλελοχισμένος) choisir dans une troupe, Spt. Cant. 5, 10.
Étym. ἐκ, λόχος.