ἐκλογισμός

ἐκλογιστής

ἐκλογιστία
ἐκλογιστής, οῦ () qui rend des comptes, comptable, d’où :
1 percepteur, Phil. 1, 338 ||
2 questeur, Spt. Tob. 1, 20.
Étym. ἐκλογίζομαι.