ἐκλογιστικός

ἔκλογος

ἐκλούω
ἔκλογος, ου () compte rendu, Eschl. fr. 215.
Étym. ἐκλέγω.
ἔκλογος, ος, ον, hors de compte, d’où choisi, supérieur, Phil. 2, 479.
Étym. ἐκλέγω.