Ἔκφαντος

ἐκφανῶς

ἐκφαραγγόω-ῶ
ἐκφανῶς [] adv. clairement, manifestement, Pol. 5, 1, 3 ; Plut. M. 436e, etc. ||
Cp. ἐκφανέστερον, Ath. 491a ; sup. ἐκφανέστατα, Pol. 6, 44, 2.
Étym. ἐκφανῆς.