ἐκφλεγμαίνω

ἐκφλεγματόομαι-οῦμαι

ἐκφλέγω
ἐκ·φλεγματόομαι-οῦμαι [] se changer en flegme, Hpc. Acut. 394.
Étym. ἐκ, φλέγμα.