Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐκπόρευσις
ἐκπόρευτος
ἐκπορεύτως
ἐκπόρευτος,
ος, ον,
qui procède de,
Naz.
1, 1096
b
;
2, 141
a,
477
c
Migne
.
Étym.
ἐκπορεύω
.