ἐκπορνεύω

ἐκπόρπησις

ἐκποτάομαι-ῶμαι
ἐκ·πόρπησις, εως () dislocation, litt. dégrafement, Sor. 251, 17.
Étym. ἐκπορπέω, dégrafer, Suid.