ἐκπραΰνω

ἐκπρεμνίζω

ἐκπρέπεια
ἐκ·πρεμνίζω (ao. ἐξεπρέμνισα) déraciner, arracher, Dém. 1073, 27 ; Philstr. 869.
Étym. ἐκ, πρέμνον.