ἐκπρήσσω

ἐκπρίασθαι

ἐκπρίζω
ἐκ·πρίασθαι [] (inf. ao. 2)
1 acheter : τι παρά τινος, Isocr. 31b, qqe ch. à qqn ; χρήμασί τι, Ant. 136, 36, qqe ch. à prix d’argent ||
2 acheter, corrompre : τινα, Lys. 159, 20, qqn.