ἐκπροικίζω

ἐκπροκαλέομαι-οῦμαι

ἐκπροκρίνω
ἐκ·προκαλέομαι-οῦμαι []
1 appeler à soi, faire venir : τινα μεγάρων, Od. 2, 400, ou ἐκ μεγάροιο, Hh. Ap. 111, qqn du palais ||
2 invoquer, Orph. H. 6, 1 ||
E Part. ao. épq. -καλεσσαμένη, Od. l. c.