ἐκπροφαίνω

ἐκπροφεύγω

ἐκπροχέω
ἐκ·προφεύγω (seul. part. ao. 2 ἐκπροφυγών) échapper à, acc. Anth. 6, 218 ; Orph. Lith. 391 ; gén. Hld. 8, 11.