ἐκπρόθεσμος

ἐκπροθρῴσκω

ἐκπροθυμέομαι-οῦμαι
ἐκ·προθρῴσκω (seul. part. ao. 2 προθορών) s’élancer en avant, Orph. Arg. 344 ; Man. 6, 33.