ἐκπυριάω-ῶ

ἔκπυρος

ἐκπυρόω-ῶ
ἔκ·πυρος, ος, ον [] brûlant, ardent, enflammé, Str. 697 ; adv. ἔκπυρα, Anth. 5, 82, chaudement ||
Cp. -ώτερος, Th. C.P. 2, 19, 4.
Étym. ἐκ, πῦρ.