ἐκσπένδω

ἐκσπερματίζω

ἐκσπερματόομαι-οῦμαι
ἐκ·σπερματίζω [] recevoir une semence, d’où enfanter, Spt. Num. 5, 28.
Étym. ἐκ, σπέρμα.