ἐκτέφρωσις

ἐκτεχνάομαι-ῶμαι

ἐκτήκω
ἐκ·τεχνάομαι-ῶμαι (ao. 3 sg. ἐξετεχνήσατο) imaginer, inventer, Thc. 6, 46.