ἐκτειχισμός

ἐκτεκμαίρομαι

ἐκτεκνόω-ῶ
ἐκ·τεκμαίρομαι (part. ao. ἐκτεκμαρθέν) c. τεκμαίρομαι, Oracl. (Eus. P.E. 5, 23).