ἐλαχός

ἐλαχυπτέρυξ

ἐλαχύς
ἐλαχυ·πτέρυξ, υγος (ὁ, ἡ) [ῠγ] aux ailes courtes, Pd. P. 4, 29.
Étym. ἐ. πτερόν.