ἐλαιόγαρον

ἐλαιοειδής

ἐλαιοθέσιον
ἐλαιο·ειδής, ής, ές, en forme d’olive ou de la couleur de l’olive, Arét. Caus. m. acut. 2, 6.
Étym. ἔ. εἶδος.