Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐλαιοθέσιον
ἐλαιοκάπηλος
ἐλαιόκομος
ἐλαιο·κάπηλος,
ου
(
ὁ
) [
ᾰ
] marchand d’huile au détail (
cf.
ἐλαιοπώλης
)
Lib.
4, 39
.
Étym.
ἔ. κάπηλος
.