ἐλαιοφυής

ἐλαιόφυλλον

ἐλαιοφυτεία
ἐλαιό·φυλλον, ου (τὸ) sorte de vigne à feuille d’olivier, Diosc. 3, 140.
Étym. ἐλαία, φύλλον.