ἐλαιόσπονδα

ἐλαιοστάφυλος

ἐλαιοτρόπιον
ἐλαιο·στάφυλος, ου () [ᾰῠ] plant de vigne greffé sur un olivier, Geop. 9, 14.
Étym. ἐλαία, σταφυλή.