ἐλαφαϐόλος

ἐλάφειος

ἐλαφηϐολία
ἐλάφειος, ος, ον [] de cerf ou de biche, Xén. An. 1, 5, 2 ; Arstt. H.A. 4, 8, 27.
Étym. ἔλαφος.