Ἐλάφιος

ἐλαφοϐόσκον

ἐλαφοειδής
ἐλαφο·ϐόσκον, ου (τὸ) [] panais sauvage, plante, Diosc. 3, 80.
Étym. ἔλαφος, βόσκω.