ἔλαφος

ἐλαφοσκόροδον

ἐλαφοσσοΐη
ἐλαφο·σκόροδον, ου (τὸ) sorte d’ail sauvage, Diosc. 2, 182 ; 4, 81.
Étym. ἔ. σκόροδον.