ἐλαφρόγειος

ἐλαφρόνοος-ους

ἐλαφρός
ἐλαφρό·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν, d’esprit léger, Phocyl. 9, 2 ; Naz. 3, 1573 a Migne.
Étym. ἐ. νόος.