ἐλαφρότης

ἐλαφρύνω

ἐλαφρῶς
ἐλαφρύνω [] alléger, Babr. 111, 6 ; Ruf. (Orib. 2, 275 B.-Dar.) ; Aqu. Job 39, 34.
Étym. ἐλαφρός.