ἐλεγείδιον

ἐλεγειογράφος

ἐλεγεῖον
ἐλεγειο·γράφος, ου () [] poète élégiaque, litt. écrivain d’élégies, Anth. 9, 248.
Étym. ἐλεγεῖον, γράφω.