ἐλεγεῖον

ἐλεγειοποιός

ἐλεγεῖος
ἐλεγειο·ποιός, οῦ () poète élégiaque, Arstt. Poet. 1, 10 ; Ath. 632d.
Étym. ἐλεγεῖον, ποιέω.