Ἐλέγη

ἐλεγίαμϐος

ἐλεγῖνος
ἐλεγ·ίαμϐος, ου () ïambe élégiaque, M. Vict. 6-1, p. 145, 26 Gramm. lat. Keil.
Étym. ἔλεγος, ἴ.