ἐλέλικτο

ἐλελισφακίτης οἶνος

ἐλελίσφακον
ἐλελισφακίτης οἶνος () [ᾰκῑ] vin préparé avec de la sauge, Diosc. 5, 71.
Étym. ἐλελίσφακον.