ἐλεφαίρομαι

ἐλεφαντάρχης

ἐλεφανταρχία
ἐλεφαντ·άρχης, ου () commandant d’une troupe de seize éléphants de guerre, Spt. 2 Macc. 14, 12 ; 3, 5, 4 ; Plut. Demetr. 25.
Étym. ἐλέφας, ἄρχω.