ἐλευθερόπαις

ἐλευθεροποιός

ἐλευθεροπραξία
ἐλευθερο·ποιός, ός, όν, qui rend libre, Phil. 1, 401, 499, 577 ; Arr. Epict. 4, 1, 176.
Étym. ἐ. ποιέω.