ἐλεύθερος

ἐλευθεροστομέω-ῶ

ἐλευθεροστομία
ἐλευθεροστομέω-ῶ, parler en toute liberté, parler franchement, Eschl. Pr. 180 ; Eur. Andr. 153.
Étym. ἐλευθερόστομος.