ἐλευθέρως

ἐλευθέρωσις

ἐλευθερωτέον
ἐλευθέρωσις, εως ()
1 libération, affranchissement, Hdt. 9, 45 ; Arstt. Pol. 5, 11, 32 ; ἀπό τινος, Thc. 3, 10, de qqe ch. ||
2 licence, Plat. Rsp. 561a.
Étym. ἐλευθερόω.