ἐλευθερωτέον

ἐλευθερωτής

Ἐλευθήρ
ἐλευθερωτής, οῦ () libérateur, Luc. V. auct. 8 ; DC. 41, 57 ; M. Tyr. 85, 20.
Étym. ἐλευθερόω.