ἐλλειπόντως

ἐλλειπτικός

ἐλλειπτικῶς
ἐλλειπτικός, ή, όν :
1 qui omet : τῶν ἄρθρων, Triphiod. 29, qui ne se sert pas de l’article ||
2 abs. elliptique, Dysc. Conj. 493, 5 ; Synt. 141, 14 ; 300, 5 Bkk.
Étym. ἐλλείπω.