ἐλλιμενικός

ἐλλιμένιος

ἐλλιμενιστής
ἐλ·λιμένιος, α, ον [λῐ]
1 situé dans un port, Str. 60 ||
2 qui concerne le mouillage : τὸ ἐλλιμένιον, Arstt. Œc. 2, 23 ; Pol. 31, 7, 12, c. ἐλλιμενικόν.