ἐμϐασίκοιτος

ἐμϐασίλευμα

ἐμϐασιλεύω
ἐμϐασίλευμα, ατος (τὸ) [ᾰῐ] royauté, Naz. 3, 423d.
Étym. ἐμϐασιλεύω.