ἐμπανηγυρίζω

ἐμπαραϐάλλομαι

ἐμπαραγίγνομαι
ἐμ·παραϐάλλομαι :
1 se jeter dans, dat. Phalar. Ep. 132 ||
2 s’exposer à, dat. Phalar. Ep. 130.
Étym. ἐν, π.