ἐμπαροινέω-ῶ

ἐμπαροίνημα

ἐμπαρρησιάζομαι
ἐμπαροίνημα, ατος (τὸ) objet d’insultes ignobles, Lgs 4, 18.
Étym. ἐμπαροινέω.