ἐμπεδόμοχθος

ἐμπεδόμυθος

ἐμπεδορκέω-ῶ
ἐμπεδό·μυθος, ος, ον [] à la parole immuable, Nonn. Jo. 1, 17, etc.
Étym. ἔ. μῦθος.