ἐμπεδολώϐης

ἐμπεδόμητις

ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδό·μητις, gén. ιος (ὁ, ἡ) aux résolutions immuables, Nonn. Jo. 10, 63.
Étym. ἔ. μῆτις.