ἐμπειράζω

ἐμπείραμος

ἐμπειράομαι-ῶμαι
ἐμπείραμος, ος, ον [] qui a l’expérience de, gén. Lyc. 1196 ; Anth. 10, 14.
Étym. ἔμπειρος.