ἐμπεριϐάλλω

ἐμπερίϐολος

ἐμπεριγράφω
ἐμπερίϐολος, ος, ον, enveloppé d’ornements, orné, t. de rhét. Drac. 140, 20 ; Hermog. Rhet. 262, 9.
Étym. ἐμπεριϐάλλω.