ἐμπεριποιέω-ῶ

ἐμπερισπούδαστος

ἐμπεριστέγω
ἐμ·περισπούδαστος, ος, ον, dans lequel on s’empresse, très fréquenté, Jos. c. Ap. 2, 35.
Étym. ἐν, π.